- μεμψιμοιρεῖν
- μεμψιμοιρέωgrumblepres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεμψιμοιρώ — (Α μεμψιμοιρῶ, έω) [μεμψίμοιρος] παραπονιέμαι με τη μοίρα μου, είμαι δυσαρεστημένος, γκρινιάζω («τούτους ἑτοίμους ὄντας πρὸς τὸ συμπλέκεσθαι καὶ μεμψιμοιρεῑν αὐτῷ», Πολ.) αρχ. 1. (γενικά) παραπονιέμαι για κάτι («τῆς Ἀρτέμιδος μεμψιμοιρούσης ὅτι… … Dictionary of Greek
τόρβηλος — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «μεμψίμοιρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. τόρβηλος έχει προέλθει, πιθ. με ανομοιωτική τροπή τού λ σε ρ , από έναν τ. *τόλβηλος, ο οποίος μπορεί να συνδεθεί με τον τ. τού Ησύχ. τέλβεσθαι μεμψιμοιρεῖν,… … Dictionary of Greek